Ο Ρομάνο Σκάρπα καθώς συνέχιζε την δημιουργία νέων ιστοριών για το Topolino, δεν φαντάστηκε ποτέ την μεγάλη θετική αντίδραση που θα είχαν οι αναγνώστες πάνω στις ιστορίες του. «Οι Φακές Της Βαβυλώνας» αποτελεί μία από τις πιο αξιόλογες δημιουργίες του Σκάρπα για τον απλό λόγο του «εξευτελισμού» του Σκρουτζ Μακ Ντακ, κάνοντάς τον έναν πιο ανθρώπινο όσο και ταυτίσιμο στην καθημερινή ανθρώπινή μας ζωή. Η ιστορία αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες, καλύτερες και ευρηματικότερες δημιουργίες του.
Η ιστορία μας ξεκινάει με μία από τις τραγικότερες εικόνες που έχουν απεικονισθεί σε ιστορία με χαρακτήρες Disney: Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ έχει καταλήξει ένας φτωχός κι ανήμπορος βάρδος, που τραγουδάει για να βγάλει ένα μικρό χαρτζιλίκι και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Η ιστορία που τον έφερε σε αυτή την απελπιστική θέση ξεκινάει μερικούς μήνες πριν, στα ερείπια της αρχαίας Βαβυλώνας, όπου η συμμορία των Μουργόλυκων κάνει ανασκαφές για να βρει κάτι αξίας. Αντί για πλούτη όμως βρίσκουν ένα τεράστιο σωρό από φακές, που άνηκαν στον ηγέτη Ζαραφούσκα, και οι Μουργόλυκοι αποφασίζουν να τις εκμεταλλευτούν. Λίγο καιρό αργότερα, πίσω στην Λινούπολη, ο Σκρουτζ και τα ανίψια του τρώνε φακές σε ένα εστιατόριο, και ο Σκρουτζ ξετρελαίνεται με την γεύση των Βαβυλωνιακών φακών. Ο μαγαζάτορας τον πληροφορεί ότι σε κανέναν δεν αρέσουν οι φακές, και γι’ αυτό κυρίως εξάγονται, όμως ο Σκρουτζ είναι αποφασισμένος να τις πουλήσει σε όλο τον κόσμο.
Αποφασίζει έτσι να αγοράσει μία μετοχή της εταιρείας που της παράγει, της Μουργολυκοφακέξ, και προκαλεί μια εντυπωσιακή άνοδο της μετοχής στο χρηματιστήριο, αφού όλοι τρέχουν να αγοράσουν κι εκείνοι μετοχές. Κατόπιν πουλάει την μετοχή του και προκαλεί μια τεράστια πτώση των τιμών της, αφού όλοι τις πουλάνε και μετά αγοράζει ο ίδιος την Μουργολυκοφακέξ, εκτός από μια μετοχή, που καταφέρνουν να διατηρήσουν οι Μουργόλυκοι.
Οι Μουργόλυκοι είναι αποφασισμένοι να μην γίνουν οι φακές τους εξαιρετικά διάσημες, οπότε αποφασίζουν να σαμποτάρουν την διαφημιστική που θα λανσάρει ο Σκρουτζ. Πράγματι, κάθε του διαφημιστικό τρικ το καταστρέφουν, ενώ αλλάζουν πειρατικά και την διαφήμιση του τηλεοπτικού του καναλιού, υποδυόμενοι το φάντασμα του Ζαραφούσκα.
Οι Χιούι, Λούι, Ντιούι αρχίζουν να ερευνούν αυτά τα περίεργα σαμποτάζ, κι όταν εμφανίζεται μπροστά τους ένας Μουργόλυκος μεταμφιεσμένος σε φάντασμα δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Ζαραφούσκα. Ο Μουργόλυκος αλλάζει γρήγορα αμφίεση, όμως ξεχνάει να βγάλει την μάσκα του και έτσι τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά.
Εν τω μεταξύ, η δημοσιότητα που έχουν πάρει οι φακές Βαβυλωνίας έχουν προκαλέσει οχετό παραγγελιών, οπότε ο Σκρουτζ σπεύδει να πει στους Μουργόλυκους να αυξήσουν την παραγωγή. Η συμμορία όμως αρνείται και επειδή έχει στην κατοχή της μία μετοχή μπορεί να μπλοκάρει τις διαδικασίες. Ο Σκρουτζ στην απληστία του δέχεται να αγοράσει την μετοχή τους για το εξωφρενικό αντίτιμο που του ζητούν, ολόκληρη την περιουσία του.
Ο Ντόναλντ με τα ανιψάκια καταλαβαίνουν τελικά ότι οι Μουργόλυκοι ήταν αυτοί που σαμποτάραν την διαφημιστική εκστρατεία, αλλά είναι πλέον αργά για να εμποδίσουν τον θείο τους. Ο Σκρουτζ παρόλα αυτά ετοιμάζεται να ικανοποιήσει τις αμέτρητες παραγγελίες του για να γίνει και πάλι πλούσιος, όμως μαθαίνει από τον προμηθευτή του στην Μεσοποταμία ότι η παραγωγή δεν μπορεί να αυξηθεί ούτε κατά μία φακή.
Ο Σκρουτζ αποφασίζει να πάει έτσι στο Αλ Φακιάχ, όπου βρίσκονται οι παραγωγοί του, ενώ ο Ντόναλντ και τα παιδιά πηγαίνουν στην Σκοτεινή Ακτή, που είναι οι κύριοι πελάτες των φακών Βαβυλωνίας. Στη Ακτή, οι κάτοικοι τους υποδέχονται φιλικά, περιμένοντας την φακή, για την οποία πληρώνουν με άμμο, η οποία χωρίς να το γνωρίζουν περιέχει χρυσάφι μέσα. Μόλις όμως δοκιμάζουν τις φακές αηδιάζουν και διώχνουν τα παπιά κακήν κακώς.
Στην συνέχεια πηγαίνουν στον επόμενο πελάτη, που παίρνει τις φακές από την Σκοτεινή Ακτή, ένα εμιράτο, που τους παραπέμπει σε ένα άλλο εμιράτο και ούτω καθεξής, ώσπου τους στέλνουν στο εμιράτο του Πουθενιστάν. Εκεί όμως βρίσκεται και το Αλ Φακιάχ, οπότε βρίσκουν και τον Σκρουτζ, και συνειδητοποιούν ότι οι παραγωγοί και οι πελάτες ταυτίζονται. Πράγματι, σε μερικά ερείπια βρίσκουν τους Μουργόλυκους, να ετοιμάζονται να καταστρέψουν την λειτουργία της εγκατάστασης τους, αφού είναι πλέον πλούσιοι.
Ο Σκρουτζ και τα ανίψια του τους επιτίθενται και τους νικούν, οπότε εκείνοι αρχίζουν να εξηγούν την επιχείρηση τους. Πουλούσαν τις φακές τους στην Σκοτεινή Ακτή, έναντι άμμου που περιείχε χρυσό, που δεν το ξεραν οι ντόπιοι, και στην συνέχεια οι Μουργόλυκοι αγόραζαν και πάλι τα όσπρια με λίγα δολάρια, αποφέροντας στην Σκοτεινή Ακτή ένα κέρδος, όπως νόμιζαν οι κάτοικοι της. Για να είναι μάλιστα σίγουροι ότι κανείς δεν θα τις αγοράζει εκτός από την Σκοτεινή Ακτή γεμίζουν τις κονσέρβες με λινέλαιο, για αυτό όλοι τις βρίσκουν απαίσιες, εκτός από τον Σκρουτζ.
Γι’ αυτό καταστρέψανε την διαφημιστική εκστρατεία στην Λιμνούπολη, ενώ ζήτησαν και ένα τόσο εξωφρενικό ποσό από τον μεγιστάνα για την μετοχή τους. Ο Σκρουτζ και η απληστία του τον έφεραν σε αυτή την δύσκολη θέση, και όχι κάποια παράνομη δραστηριότητα της συμμορίας. Ο Σκρουτζ απελπισμένος σκέφτεται ότι θα μπορούσε να σπείρει τις αρχαίες φακές και να εκπληρώσει τις παραγγελίες, γινόμενος και πάλι πλούσιος
Οι Μουργόλυκοι όμως τον πληροφορούν ότι οι φακές δεν μεγαλώνουν πουθενά και μάλιστα του βάζουν στοίχημα ότι εάν καταφέρει να κάνει μια φακή να βλαστήσει θα του επιστρέψουν την περιουσία του. Ο Σκρουτζ και τα ανίψια του σπέρνουν έτσι φακές σε όλα τα σημεία του κόσμου, σε χωράφια της δύσης, ορυζώνες της ανατολής, σε τροπικά δάση μέχρι και στον πάτο λιμνών.
Τελικά επιστρέφουν πίσω στην Λιμνούπολη, όπου ο Σκρουτζ σκορπίζει τις τελευταίες του φακές από τον ουρανοξύστη του, και χωρίς να το παρατηρεί μία καταλήγει και στην γλάστρα που έχει στην ταράτσα του κτηρίου.
Έτσι, φτάνουμε στην αρχή της ιστορίας, αφού καμία από τις φακές του κροίσου δεν βλάστησε και εκείνος έχει καταλήξει άπορος να ζητιανεύει.
Όλοι οι τρακαδόροι στους οποίους χρωστάει τον κυνηγού ανηλεώς και εκείνος μετά βίας καταφέρνει να τους διαφύγει, για να φτάσει στο μέγαρο του, όπου οι Μουργόλυκοι έχουν δεχτεί να τον αφήσουν να κοιμάται στον τελευταία όροφο. Στα όνειρα του ο Σκρουτζ βλέπει τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, από όπου προέρχονται και οι φακές, γεγονός που σημαίνει ότι χρειάζονται ανυψωμένο έδαφος για να φυτρώσουν, όπως η γλάστρα στην κορυφή του ουρανοξύστη, στην οποία μία φακή έχει όντως βλαστήσει…
Η ιστορία "Οι Φακές της Βαβυλώνας" θεωρείται μία από τις καλύτερες που έχει γράψει ο Ρομάνο Σκάρπα στην καριέρα του όχι αδίκως! Η ιστορία ουσιαστικά ξεκινάει στο μέση και τελειώνει στη μέση, καθώς μας αφήνει με ακόμα αρκετές υποθέσεις ανοιχτές για συνέχεια. Κάνοντας flashback για σχεδόν 60 σελίδες, ο Βενετσιάνος μαέστρος κάνει τον αναγνώστη να παθιάζεται με την ιστορία, αγωνιώντας να μάθει τι συνέβη και κατέληξε σε αυτή την κατάσταση ο Σκρουτζ.
Ο αναγνώστης νιώθει συμπόνια και οίκτο για το πλούσιο παπί του κόσμου, που κατέληξε να γίνει ένας άπορος ζητιάνος, όμως όπως γίνεται κατανοητό μέσα από τις σελίδες της ιστορίας δεν φταίει κανένας άλλος παρά ο ίδιος για την κατάντια του. Αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα σπάνιο σε ιστορία Disney, αφού πάντα ο Σκρουτζ οι σεναριογράφοι τον βάζουν στην θέση του «κακού».
Στην ιστορία ο Σκάρπα παρωδεί επίσης τα χρηματιστηριακά σκαμπανεβάσματα και τις οικονομικές συναλλαγές γενικότερα, αφού είναι ουσιαστικά αδύνατον για έναν μέτοχο με μία μετοχή να ελέγξει τον ιδιοκτήτη των υπόλοιπων. Δείχνει ακόμα την επιρροή των μέσων ενημέρωσης στην ζωή των πολιτών, αλλά και όλα τα επιχειρηματικά «τρικς» όπως διαφήμιση, bilboards κλπ. Με αυτές τις προσθήκες η ιστορία γίνετε πιο ρεαλιστική και μας δίνει την δυνατότητα σε όλους να μπορούμε να ταυτιστούμε.
Ένα ακόμα εξαιρετικό στοιχείο είναι οι ομοιότητες που φέρνει στην Βίβλο, στο κομμάτι της "Γένεσης"! Το τέλος της ιστορίας αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά που έχουν ποτέ απεικονιστεί σε ιστορίες Ντίσνεϋ. Δεν παρουσιάζεται ο Σκρουτζ να ξαναγίνεται πλούσιος, αυτό αφήνετε να εννοηθεί πως θα γίνει, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ο Σκρουτζ πέρασε από αυτή την δοκιμασία κάθαρσης και βγήκε αλλαγμένος, έχοντας ταπεινωθεί και γίνει πιο προσεκτικός, από αυτή την δύσκολη εμπειρία. Μόνο για αυτό το φινάλε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι μία από τις καλύτερες ιστορίες Disney, και φυσικά του ίδιου του Σκάρπα.
Στην Ιταλία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο Topolino #250-251, τον Σεπτέμβριο του 1960. Εξελίσσεται σε 2 μέρη, το α’ μέρος αποτελείται από 36 σελίδες ενώ το δεύτερο από 35, σύνολο 71 σελίδες. Πιο πρόσφατη έκδοσή της είναι στο Le Grandi Storie Disney - L’Opera Omnia di Romano Scarpa #5, στις 17 Νοεμβρίου 2014. Στην Ελλάδα έχει δημοσιευθεί 4 φορές. Πρώτη στο Κόμιξ #139, τον Ιανουάριο του 2000, και έπειτα ακολούθησαν δημοσιεύσεις στα Μίκυ Μάους #77 και Κλασσικά #36. Πιο πρόσφατη δημοσίευση έγινε ως μέρος του συγκεντρωτικού τόμου του έργου του Σκάρπα «Μεγάλες Ιστορίες Disney – Τα Άπαντα Του Ρομάνο Σκάρπα Τόμος 8: Ο Ντόναλντ Πράκτορας του FBI», τον Ιούλιο του 2018. Το σενάριο (πλοκή και διάλογοι) και τα σχέδια αποδίδονται στον Ρομάνο Σκάρπα και το μελάνωμα στον Ροντόλφο Τσιμίνο.
Η ιστορία μας ξεκινάει με μία από τις τραγικότερες εικόνες που έχουν απεικονισθεί σε ιστορία με χαρακτήρες Disney: Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ έχει καταλήξει ένας φτωχός κι ανήμπορος βάρδος, που τραγουδάει για να βγάλει ένα μικρό χαρτζιλίκι και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Η ιστορία που τον έφερε σε αυτή την απελπιστική θέση ξεκινάει μερικούς μήνες πριν, στα ερείπια της αρχαίας Βαβυλώνας, όπου η συμμορία των Μουργόλυκων κάνει ανασκαφές για να βρει κάτι αξίας. Αντί για πλούτη όμως βρίσκουν ένα τεράστιο σωρό από φακές, που άνηκαν στον ηγέτη Ζαραφούσκα, και οι Μουργόλυκοι αποφασίζουν να τις εκμεταλλευτούν. Λίγο καιρό αργότερα, πίσω στην Λινούπολη, ο Σκρουτζ και τα ανίψια του τρώνε φακές σε ένα εστιατόριο, και ο Σκρουτζ ξετρελαίνεται με την γεύση των Βαβυλωνιακών φακών. Ο μαγαζάτορας τον πληροφορεί ότι σε κανέναν δεν αρέσουν οι φακές, και γι’ αυτό κυρίως εξάγονται, όμως ο Σκρουτζ είναι αποφασισμένος να τις πουλήσει σε όλο τον κόσμο.
Οι Μουργόλυκοι είναι αποφασισμένοι να μην γίνουν οι φακές τους εξαιρετικά διάσημες, οπότε αποφασίζουν να σαμποτάρουν την διαφημιστική που θα λανσάρει ο Σκρουτζ. Πράγματι, κάθε του διαφημιστικό τρικ το καταστρέφουν, ενώ αλλάζουν πειρατικά και την διαφήμιση του τηλεοπτικού του καναλιού, υποδυόμενοι το φάντασμα του Ζαραφούσκα.
Οι Χιούι, Λούι, Ντιούι αρχίζουν να ερευνούν αυτά τα περίεργα σαμποτάζ, κι όταν εμφανίζεται μπροστά τους ένας Μουργόλυκος μεταμφιεσμένος σε φάντασμα δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Ζαραφούσκα. Ο Μουργόλυκος αλλάζει γρήγορα αμφίεση, όμως ξεχνάει να βγάλει την μάσκα του και έτσι τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά.
Εν τω μεταξύ, η δημοσιότητα που έχουν πάρει οι φακές Βαβυλωνίας έχουν προκαλέσει οχετό παραγγελιών, οπότε ο Σκρουτζ σπεύδει να πει στους Μουργόλυκους να αυξήσουν την παραγωγή. Η συμμορία όμως αρνείται και επειδή έχει στην κατοχή της μία μετοχή μπορεί να μπλοκάρει τις διαδικασίες. Ο Σκρουτζ στην απληστία του δέχεται να αγοράσει την μετοχή τους για το εξωφρενικό αντίτιμο που του ζητούν, ολόκληρη την περιουσία του.
Ο Ντόναλντ με τα ανιψάκια καταλαβαίνουν τελικά ότι οι Μουργόλυκοι ήταν αυτοί που σαμποτάραν την διαφημιστική εκστρατεία, αλλά είναι πλέον αργά για να εμποδίσουν τον θείο τους. Ο Σκρουτζ παρόλα αυτά ετοιμάζεται να ικανοποιήσει τις αμέτρητες παραγγελίες του για να γίνει και πάλι πλούσιος, όμως μαθαίνει από τον προμηθευτή του στην Μεσοποταμία ότι η παραγωγή δεν μπορεί να αυξηθεί ούτε κατά μία φακή.
Ο Σκρουτζ αποφασίζει να πάει έτσι στο Αλ Φακιάχ, όπου βρίσκονται οι παραγωγοί του, ενώ ο Ντόναλντ και τα παιδιά πηγαίνουν στην Σκοτεινή Ακτή, που είναι οι κύριοι πελάτες των φακών Βαβυλωνίας. Στη Ακτή, οι κάτοικοι τους υποδέχονται φιλικά, περιμένοντας την φακή, για την οποία πληρώνουν με άμμο, η οποία χωρίς να το γνωρίζουν περιέχει χρυσάφι μέσα. Μόλις όμως δοκιμάζουν τις φακές αηδιάζουν και διώχνουν τα παπιά κακήν κακώς.
Στην συνέχεια πηγαίνουν στον επόμενο πελάτη, που παίρνει τις φακές από την Σκοτεινή Ακτή, ένα εμιράτο, που τους παραπέμπει σε ένα άλλο εμιράτο και ούτω καθεξής, ώσπου τους στέλνουν στο εμιράτο του Πουθενιστάν. Εκεί όμως βρίσκεται και το Αλ Φακιάχ, οπότε βρίσκουν και τον Σκρουτζ, και συνειδητοποιούν ότι οι παραγωγοί και οι πελάτες ταυτίζονται. Πράγματι, σε μερικά ερείπια βρίσκουν τους Μουργόλυκους, να ετοιμάζονται να καταστρέψουν την λειτουργία της εγκατάστασης τους, αφού είναι πλέον πλούσιοι.
Ο Σκρουτζ και τα ανίψια του τους επιτίθενται και τους νικούν, οπότε εκείνοι αρχίζουν να εξηγούν την επιχείρηση τους. Πουλούσαν τις φακές τους στην Σκοτεινή Ακτή, έναντι άμμου που περιείχε χρυσό, που δεν το ξεραν οι ντόπιοι, και στην συνέχεια οι Μουργόλυκοι αγόραζαν και πάλι τα όσπρια με λίγα δολάρια, αποφέροντας στην Σκοτεινή Ακτή ένα κέρδος, όπως νόμιζαν οι κάτοικοι της. Για να είναι μάλιστα σίγουροι ότι κανείς δεν θα τις αγοράζει εκτός από την Σκοτεινή Ακτή γεμίζουν τις κονσέρβες με λινέλαιο, για αυτό όλοι τις βρίσκουν απαίσιες, εκτός από τον Σκρουτζ.
Γι’ αυτό καταστρέψανε την διαφημιστική εκστρατεία στην Λιμνούπολη, ενώ ζήτησαν και ένα τόσο εξωφρενικό ποσό από τον μεγιστάνα για την μετοχή τους. Ο Σκρουτζ και η απληστία του τον έφεραν σε αυτή την δύσκολη θέση, και όχι κάποια παράνομη δραστηριότητα της συμμορίας. Ο Σκρουτζ απελπισμένος σκέφτεται ότι θα μπορούσε να σπείρει τις αρχαίες φακές και να εκπληρώσει τις παραγγελίες, γινόμενος και πάλι πλούσιος
Οι Μουργόλυκοι όμως τον πληροφορούν ότι οι φακές δεν μεγαλώνουν πουθενά και μάλιστα του βάζουν στοίχημα ότι εάν καταφέρει να κάνει μια φακή να βλαστήσει θα του επιστρέψουν την περιουσία του. Ο Σκρουτζ και τα ανίψια του σπέρνουν έτσι φακές σε όλα τα σημεία του κόσμου, σε χωράφια της δύσης, ορυζώνες της ανατολής, σε τροπικά δάση μέχρι και στον πάτο λιμνών.
Τελικά επιστρέφουν πίσω στην Λιμνούπολη, όπου ο Σκρουτζ σκορπίζει τις τελευταίες του φακές από τον ουρανοξύστη του, και χωρίς να το παρατηρεί μία καταλήγει και στην γλάστρα που έχει στην ταράτσα του κτηρίου.
Έτσι, φτάνουμε στην αρχή της ιστορίας, αφού καμία από τις φακές του κροίσου δεν βλάστησε και εκείνος έχει καταλήξει άπορος να ζητιανεύει.
Όλοι οι τρακαδόροι στους οποίους χρωστάει τον κυνηγού ανηλεώς και εκείνος μετά βίας καταφέρνει να τους διαφύγει, για να φτάσει στο μέγαρο του, όπου οι Μουργόλυκοι έχουν δεχτεί να τον αφήσουν να κοιμάται στον τελευταία όροφο. Στα όνειρα του ο Σκρουτζ βλέπει τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, από όπου προέρχονται και οι φακές, γεγονός που σημαίνει ότι χρειάζονται ανυψωμένο έδαφος για να φυτρώσουν, όπως η γλάστρα στην κορυφή του ουρανοξύστη, στην οποία μία φακή έχει όντως βλαστήσει…
Η ιστορία "Οι Φακές της Βαβυλώνας" θεωρείται μία από τις καλύτερες που έχει γράψει ο Ρομάνο Σκάρπα στην καριέρα του όχι αδίκως! Η ιστορία ουσιαστικά ξεκινάει στο μέση και τελειώνει στη μέση, καθώς μας αφήνει με ακόμα αρκετές υποθέσεις ανοιχτές για συνέχεια. Κάνοντας flashback για σχεδόν 60 σελίδες, ο Βενετσιάνος μαέστρος κάνει τον αναγνώστη να παθιάζεται με την ιστορία, αγωνιώντας να μάθει τι συνέβη και κατέληξε σε αυτή την κατάσταση ο Σκρουτζ.
Ο αναγνώστης νιώθει συμπόνια και οίκτο για το πλούσιο παπί του κόσμου, που κατέληξε να γίνει ένας άπορος ζητιάνος, όμως όπως γίνεται κατανοητό μέσα από τις σελίδες της ιστορίας δεν φταίει κανένας άλλος παρά ο ίδιος για την κατάντια του. Αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα σπάνιο σε ιστορία Disney, αφού πάντα ο Σκρουτζ οι σεναριογράφοι τον βάζουν στην θέση του «κακού».
Στην ιστορία ο Σκάρπα παρωδεί επίσης τα χρηματιστηριακά σκαμπανεβάσματα και τις οικονομικές συναλλαγές γενικότερα, αφού είναι ουσιαστικά αδύνατον για έναν μέτοχο με μία μετοχή να ελέγξει τον ιδιοκτήτη των υπόλοιπων. Δείχνει ακόμα την επιρροή των μέσων ενημέρωσης στην ζωή των πολιτών, αλλά και όλα τα επιχειρηματικά «τρικς» όπως διαφήμιση, bilboards κλπ. Με αυτές τις προσθήκες η ιστορία γίνετε πιο ρεαλιστική και μας δίνει την δυνατότητα σε όλους να μπορούμε να ταυτιστούμε.
Ένα ακόμα εξαιρετικό στοιχείο είναι οι ομοιότητες που φέρνει στην Βίβλο, στο κομμάτι της "Γένεσης"! Το τέλος της ιστορίας αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά που έχουν ποτέ απεικονιστεί σε ιστορίες Ντίσνεϋ. Δεν παρουσιάζεται ο Σκρουτζ να ξαναγίνεται πλούσιος, αυτό αφήνετε να εννοηθεί πως θα γίνει, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ο Σκρουτζ πέρασε από αυτή την δοκιμασία κάθαρσης και βγήκε αλλαγμένος, έχοντας ταπεινωθεί και γίνει πιο προσεκτικός, από αυτή την δύσκολη εμπειρία. Μόνο για αυτό το φινάλε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι μία από τις καλύτερες ιστορίες Disney, και φυσικά του ίδιου του Σκάρπα.
Στην Ιταλία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο Topolino #250-251, τον Σεπτέμβριο του 1960. Εξελίσσεται σε 2 μέρη, το α’ μέρος αποτελείται από 36 σελίδες ενώ το δεύτερο από 35, σύνολο 71 σελίδες. Πιο πρόσφατη έκδοσή της είναι στο Le Grandi Storie Disney - L’Opera Omnia di Romano Scarpa #5, στις 17 Νοεμβρίου 2014. Στην Ελλάδα έχει δημοσιευθεί 4 φορές. Πρώτη στο Κόμιξ #139, τον Ιανουάριο του 2000, και έπειτα ακολούθησαν δημοσιεύσεις στα Μίκυ Μάους #77 και Κλασσικά #36. Πιο πρόσφατη δημοσίευση έγινε ως μέρος του συγκεντρωτικού τόμου του έργου του Σκάρπα «Μεγάλες Ιστορίες Disney – Τα Άπαντα Του Ρομάνο Σκάρπα Τόμος 8: Ο Ντόναλντ Πράκτορας του FBI», τον Ιούλιο του 2018. Το σενάριο (πλοκή και διάλογοι) και τα σχέδια αποδίδονται στον Ρομάνο Σκάρπα και το μελάνωμα στον Ροντόλφο Τσιμίνο.
ΙΩΝΑΣ ΑΓΓΕΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου